ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Ν. ΣΚΙΩΝΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Ν. ΣΚΙΩΝΗΣ
Αρχαία Σκιώνη
Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως η Αρχαία Σκιώνη βρισκόταν ανάμεσα στη Θέραμβο και τη Μένδη. Μετά από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή η θέση προσδιορίστηκε στην δυτική πλευρά της Χερσονήσου της Κασσάνδρας στην πλευρά του Θερμαϊκού κόλπου, σε απόσταση δύο χιλιομέτρων νοτιότερα από τον σημερινό χωριό της Νέας Σκιώνης.
Σύμφωνα με τον Θουκιδίδη, η αρχαία Σκιώνη ιδρύθηκε από Πελληνείς όταν επέστρεφαν από τον Τρωικό πόλεμο, στη συνέχεια αποικίστηκε από Ευβοείς οι οποίοι αναμείχθηκαν με τους κατοίκους. Οι κάτοικοι μάλιστα καυχιόταν για την καταγωγή τους από τους Πελληνείς και στα νομίσματα τους αποτύπωναν τον ήρωα του Τρωικού πολέμου, τον Πρωτεσίλαο ως ανάμνηση των προγόνων τους . Ωστόσο, η ύπαρξη ζωής στην περιοχή ανάγεται στα χρόνια της Νεώτερης Νεολιθικής και Πρώιμης Χαλκοκρατίας από ίχνη οικισμού που αποκαλύφθηκαν ένα χιλιόμετρο βόρεια της αρχαίας Σκιώνης στη θέση ¨Παναγία¨. Ο οικισμός ήταν χτισμένος δίπλα στην θάλασσα και η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η αλιεία. Το προϊστορικό νεκροταφείο που βρέθηκε στον οικισμό μπορεί να αντικατοπτρίζει και την ανάμειξη των αποίκων της Σκιώνης με τον εγχώριο πληθυσμό, υποδηλώνοντας την ειρηνική ίδρυση της Σκιώνης όχι μόνο από τους αποίκους Αχαιούς, αλλά και από τους ντόπιους κατοίκους που προϋπήρχαν στην περιοχή, σαν ένα πρώιμο είδος συνοικισμού.
Οι τρόποι της ταφής που εντοπίστηκαν ήταν δύο:
α) Η καύση, όπου τα θρυμματισμένα οστά μετά την καύση τους μαζεύονταν προσεκτικά και τοποθετούνταν σε αγγείο.
β)Ο εγχυτρισμός δηλαδή ενταφιασμός μέσα σε αγγείο που στην αρχαιότητα ήταν συνηθισμένος τρόπος ταφής για μικρά παιδιά και βρέφη.
Στην ίδια περιοχή βρέθηκε και το αρχαϊκό νεκροταφείο στο οποίο οι τάφοι είναι λακκοειδείς, κιβωτιόσχημοι επενδυμένοι στο εσωτερικό τους με επίπεδες πήλινες πλάκες και εγχυτρισμοί. Τα κτερίσματα τους ήταν πλούσια. Αγγεία, γυάλινα, αλάβαστρα, πήλινα εδώλια, πήλινες γυναικείες και ανδρικές προτομές, αργυρά περικάρπια, χάλκινη στλεγγίδα. Στην κλασική περίοδο ανάγεται ένα μεγάλο δημόσιο κτήριο του οποίου οι τοίχοι είναι κτισμένοι με το ισοδομικό σύστημα (λαξεμένες πέτρες σε οριζόντιες ισομερείς στρώσεις )
Η πόλη ήταν κτισμένη σε φυσικά οχυρωμένο μέρος , είχε γεωστρατηγική αξία , καθώς ήταν η πρώτη πόλη στη δυτική πλευρά της Χερσονήσου που συναντούσαν τα πλοία, ερχόμενα από την νότια Ελλάδα . Το λιμάνι της υπήρξε σταθμός της δυτικής ακτής της Χερσονήσου Παλλήνης και μέσω αυτού διεξαγόταν όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο των προϊόντων της όπως κρασί, λάδι, μέλι, ξυλεία κλπ.
Στα Ελληνιστικά-Ρωμαϊκά χρόνια , η πόλη αναφέρεται από τον Στράβωνα ως μια από τις τέσσερις σπουδαίες πόλεις της Παλλήνης. Στη περιοχή αναπτύχθηκε αργότερα ένας Ρωμαϊκός οικισμός του οποίου η ύπαρξη συνδέεται με βιοτεχνικές δραστηριότητες λόγω των κεραμικών κλιβάνων που βρέθηκαν.
Στα Βυζαντινά χρόνια ίσως υπήρχαν μικροί οικισμοί , όπως αποδεικνύεται από την παλαιοχριστιανική εκκλησία πάνω στην οποία έχει κτιστεί η Παναγία Φανερωμένη. Μετά τον 10 αιώνα μ.χ. η έκταση της περιοχής περιήλθε στην δικαιοδοσία των μονών του Αγίους Όρους.
Η πόλη πρωτοεμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο, μόλις το 481 π.Χ, οπότε και κατά τον Ηρόδοτο, εξαναγκάστηκε να συνεισφέρει στον Ξέρξη πλοία και στρατό, κατά την εκστρατεία του εναντίον των νότιων Ελλήνων. Είναι άλλωστε γνωστό το επεισόδιο με το δύτη Σκυλλία τον Σκιωναίο και την κόρη Υδνα ή Κύανα, οι οποίοι εξαναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τον Ξέρξη και λίγο πριν τη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο αυτομόλησαν στους νότιους Έλληνες, κολυμπώντας μεγάλη απόσταση με ανάδυση και κατάδυση, για να φτάσει στο Αρτεμίσιο και να καταγγείλουν στους Έλληνες τις προθέσεις του Ξέρξη. Επίσης όταν τα περσικά σκάφη εν ώρα σφοδρής τρικυμίας παρέπλεαν στο Πήλιο, εκείνος καταδυόμενος, έλυσε τις άγκυρές τους.
Ο Παυσανίας αναφέρει τον Ανδρόβιο (αρχαίο Έλληνα ζωγράφο από την Σκιώνη πόλη της Παλλήνης) περιγράφοντας τα αναθήματα των Δελφών ότι είχε ζωγραφίσει τον Σκυλλία ή Σκύλλου ως ιστορικό πρόσωπο, να κόβει τις άγκυρες των πλοίων του στόλου του Ξέρξη. Αναγνωρίζοντας την τεράστια προσφορά του Σκυλλία αλλά και της κόρης του Ύδνας, αργότερα με διάταγμα της Αμφικτυονίας, στήθηκαν στους Δελφούς, στον ιερότερο χώρο της αρχαίας Ελλάδας, οι ανδριάντες τους. Σήμερα, οι ανδριάντες αυτοί, πιθανότατα βρίσκονται στην Ιταλία όπου μεταφέρθηκαν από τους Ρωμαίους.Την ύπαρξη του έργου αυτού στα αναθήματα των Δελφών επιβεβαιώνει και ο Πλίνιος τον 1ο αιώνα μ.χ.
Μετά την ήττα και την υποχώρηση των Περσών από την κυρίως Ελλάδα, η Σκιώνη όπως και το σύνολο των αποικιών της βορείου Ελλάδος, τέθηκε υπό την «προστασία» της Αθηναϊκής συμμαχίας, συνεισφέροντας ετησίως σε αυτή ποσό που κυμαινόταν από 4 έως 9 τάλαντα αργύρου.
Χρονολογία- σταθμός για την πόλη της Σκιώνης αποτέλεσε το 423 π.Χ. Τότε, υπό τις παρακινήσεις του Λακεδαιμόνιου βασιλέα Βρασίδα, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, η πόλη αποσκίρτησε από την Αθηναϊκή συμμαχία και στράφηκε στη Σπάρτη. Αιτία της εξέγερσης αυτής θα μπορούσε να είναι η σχετικά υψηλή φορολογία που είχε επιβληθεί στην πόλη από τους Αθηναίους. Ο Βρασίδας, καθώς φοβήθηκε την αντίδραση της Αθήνας, μετέφερε για ασφάλεια τα γυναικόπαιδα της Σκιώνης αλλά και της Μένδης, που είχε στο μεταξύ ακολουθήσει το παράδειγμα της Σκιώνης , στην Όλυνθο και ενίσχυσε την άμυνα των πόλεων με σπαρτιατική φρουρά. Οι Αθηναίοι απέστειλαν στο μεταξύ εκστρατευτικό σώμα, προκειμένου να επαναφέρουν σε τάξη τις δύο πόλεις. Αφού υπέταξαν τη Μένδη, πολιόρκησαν τη Σκιώνη, περιτειχίζοντάς την με τείχος ώστε να αποκλείσουν κάθε πιθανό ανεφοδιασμό της. Η πολιορκία της πόλης κράτησε δύο έτη. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης του Νικία, το 421 π.Χ, η Σπάρτη ανακάλεσε τα στρατεύματα της από τη Σκιώνη, ενώ η Αθήνα όριζε πλέον την τύχη της πόλης. Οι Αθηναίοι εκπόρθησαν την πόλη, σκότωσαν κάθε άρρενα υπερασπιστή της και εξανδραπόδισαν τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η πόλη στο εξής δόθηκε στους πολύπαθους Πλαταιείς, οι οποίοι είχαν υποστεί παρόμοια μεταχείριση με αυτή των Σκιωναίων, από τους Θηβαίους. Με την πτώση της Αθηναϊκής ηγεμονίας, το 404 π.Χ, ο Λύσσανδρος, απέδωσε τη Σκιώνη στους νόμιμους κατοίκους της και έκτοτε η πόλη γνώρισε ακόμη μια περίοδο σχετικής ευημερίας. Κατά το πρώτο μισό του 4ου π.Χ αιώνα, οι διαθέσιμες αναφορές στην πόλη είναι σχετικά περιορισμένες. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο η Σκιώνη αποτέλεσε μέλος του Κοινού των Χαλκιδέων, αν και από ορισμένους ερευνητές, η παραχώρηση της Ποτίδαιας από το Φίλιππο Β’ στο Κοινό, το 357 π.Χ, θα μπορούσε να έχει ως συνεπακόλουθο την ένταξη και των υπολοίπων πόλεων της Παλλήνης στο Κοινό των Χαλκιδέων. Οποιαδήποτε λοιπόν και να ήταν η σχέση της Σκιώνης με το Κοινό των Χαλκιδέων, φαίνεται ότι η Σκιώνη δεν καταστράφηκε μετά την κατάλυση του Κοινού από το Φίλιππο το 349-8 π.Χ. Η πόλη έκτοτε ενσωματώθηκε στο Μακεδονικό βασίλειο.
Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι τον 1ο μ.Χ αιώνα η Σκιώνη εξακολουθούσε να υπάρχει. Η πληροφορία αυτή δεν έχει ανασκαφικά επιβεβαιωθεί, για την περίπτωση τουλάχιστον του άστεως της αρχαίας πόλης, κάτι που οδηγεί είτε στο ότι είχαμε μεταφορά της θέσης της πόλης, είτε στο ότι διατηρήθηκε το όνομα αυτό στους σύγχρονους με το Στράβωνα οικισμούς που διαδέχθηκαν την αρχαία πόλη, λόγω ιστορικής ανάμνησης . Η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της αρχαίας Σκιώνης είναι, μέχρι στιγμής, εξαιρετικά περιορισμένη. Δοκιμαστικές τομές εντός του άστεως, πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά μόλις το 1986, για να ακολουθήσει πέντε χρόνια αργότερα μία λίγο μεγαλύτερης έκτασης ανασκαφή στο ίδιο σημείο. Το 2003 καθώς και το επόμενο έτος, ανασκάφηκε στη θέση «Παναγιά», που βρίσκεται σε μικρή απόσταση δυτικά της αρχαίας πόλης, τμήμα του αρχαϊκού νεκροταφείου της Σκιώνης, το οποίο και βρισκόταν δίπλα ακριβώς σε νεκροταφείο της πρώιμης εποχής του χαλκού, τμήμα του οποίου επίσης ερευνήθηκε. Η ανασκαφή αυτή εκτός από τα εξαιρετικά πλούσια ευρήματα που προέκυψαν από το αρχαϊκό τμήμα του νεκροταφείου, μας προσέφερε ενδιαφέροντα στοιχεία όσον αφορά τη συνέχεια της κατοίκησης στην περιοχή της Σκιώνης.